currency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
currency | currencies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]currency (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νόμισμα, η βασική νομισματική μονάδα μιας χώρας
- ↪ The currency of Greece was, until the end of 2001, the drachma.
- Το νόμισμα της Ελλάδας ήταν μέχρι τα τέλη του 2001 η δραχμή.
- ↪ The currency of Greece was, until the end of 2001, the drachma.
- (μη μετρήσιμο) έχω πέραση, που χρησιμοποιείται ή γίνεται αποδεκτό από πολύ κόσμο
- ↪ skills/knowledge/activities which have currency - ικανότητες/γνώσεις/δραστηριότητες που έχουν πέραση
- ↪ I wish this opinion had currency (i.e., it could influence public opinion).
- Μακάρι αυτή η άποψη να είχε πέραση (να μπορούσε δηλαδή να επηρεάσει την κοινή γνώμη).